- απλοϊκότητα
- η простота, простоватость, наивность; глуповатость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλοϊκότητα — η αφέλεια, ευπιστία: Εκμεταλλεύτηκε την απλοϊκότητά του και τον ξεγέλασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απλοϊκότητα — η 1. αφέλεια, αγαθότητα 2. ανοησία, μωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απλοϊκός. Ο τ. απλοϊκότης μαρτυρείται από το 1862 στον Κωνστ. Ξανθόπουλο] … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
απλότητα — (Φιλοσ.).Φιλοσοφικός όρος, που δηλώνει την προσπάθεια της ανθρώπινης γνώσης να φτάσει στις πρώτες αρχές, που υποτίθεται ότι είναι απλές. Την αρχή της α. χρησιμοποίησε ο Κέπλερ (η φύση αγαπά την α.) και την α. της μονάδας δίδαξε ο Λάιμπνιτς. Κατά… … Dictionary of Greek
αποίητος — ἀποίητος, ον (AM) 1. αυτός που δεν έχει ποιηθεί, δεν έχει γίνει 2. (για τον Θεό) εκείνος που δεν έχει δημιουργηθεί από άλλον μσν. (για γη, αγρό) ακατάλληλος για κάποια καλλιέργεια αρχ. 1. όποιος δεν είναι δυνατόν να γίνει 2. ο πρόχειρα φτιαγμένος … Dictionary of Greek
αρχαιότητα — η (Α ἀρχαιότης, [ ότητος]) [αρχαίος] νεοελλ. 1. οι αρχαίοι χρόνοι και κυρίως οι κλασικοί 2. η προτεραιότητα σε διορισμό ή προαγωγή υπαλλήλων 3. πληθ. τα μνημεία της τέχνης του αρχαίου πολιτισμού αρχ. 1. ο αρχαιοπρεπής τρόπος ή χαρακτήρας 2. η… … Dictionary of Greek
αφέλεια — η (AM ἀφέλεια, Α και λείη) [αφελής] 1. απλότητα, φυσικότητα 2. (για πρόσωπα) απλοϊκότητα, ευπιστία νεοελλ. πληθ. αφέλειες κτένισμα κατά το οποίο πέφτουν στο μέτωπο, με αφέλεια, τούφες από τα μαλλιά … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
γραφικότητα — Όρος που αρχικά σήμαινε ζωγραφικός και αναφερόταν σε ό,τι είχε σχέση με τη ζωγραφική. Αποτελεί μετάφραση της ιταλικής λέξης pittoresco. Σήμερα έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει το απρόβλεπτο, εκείνο από … Dictionary of Greek
ευπιστία — η (Α εὐπιστία) [εύπιστος] νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού εύπιστου, η ευκολοπιστία 2. αφέλεια, απλοϊκότητα, ακρισία αρχ. 1. εμπιστοσύνη, πεποίθηση 2. ευσεβής πίστη … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek